1)Την παραμονή των Χριστουγέννων η μικρή Σοφούλα έρχεται με το δίδυμο αδερφούλη της και τους γονείς της. Η καλή μου η Τασούλα, η μαμά της, έρχεται φορτωμένη με δικά της πεντανόστιμα γλυκά και κρασί, αλλά η Σοφούλα κρατάει στα χεράκια της μια κατακόκκινη όζα και χαμογελάει με νόημα. Η μαμά της μου εξηγεί: έφερε την όζα της για να σου βάψει τα νύχια, Ευδοκία. Συμπτωσάρα; Το πρωί μια άλλη καταπληκτική μαμά, η Μάγδα,που αυτή είναι η δουλειά της, μου είχε βάψει τα νύχια, αφού τα περιποιήθηκε, με το ίδιο κατακόκκινο χρώμα. Ναι, η ζωή είναι ωραία! Και έχει χρώμα κατακόκκινο!
2) Έχει ξανασυμβεί, αλλά τότε δεν είχα site για να το περιγράψω. Είναι ένα τρομερό πιτσιρίκι, ο Γιάννης, πατριωτάκι μου από την Αρναία και είναι κι ένα φωτιστικό γραφείου, αρκετά ψηλό, ίσα με το μπόι του, που εγώ δεν το χρειάζομαι και δεν το θέλω πάνω στο γραφείο και το έχω βάλει πίσω σε μια γωνιά. Έρχεται, λοιπόν πάλι προ ημερών ο Γιαννάκης και μου ξανακάνει το απίστευτο. Πλησιάζει με πολύ σοβαρό ύφος το φωτιστικό στο έδαφος, στέκεται μπροστά του αποφασιστικά και απόλυτα παθιασμένα και έχοντας γυρισμένη την πλατούλα του, με το πρόσωπο προς τον τοίχο στη γωνία, το αρπάζει με στοχευμένη και σίγουρη κίνηση με το ένα χέρι, το κρατά ακριβώς στο σημείο, όπου ενώνεται το μακρύ τμήμα με τη λάμπα, φέρνει κοντά το στόμα του και αρχίζει να τραγουδάει!… Τέλειο;;;