1.Η πελάτισσα και αγαπημένη φίλη μου, η Αλεξάνδρα, (που να δούμε πότε θα τον πιούμε αυτόν το ρημαδοκαφέ), έρχεται στο ιατρείο με τη μικρή κόρη της, την Αναστασία, και, αφού την εξετάζω και βγάζουμε πόρισμα και τελειώνουμε τα ιατρικά, (αυτό απαγορεύεται να το διαβάσει ο άντρας της, που την περίμενε στο σπίτι και ο παππούς, που την περίμενε κάτω από το ιατρείο), αρχίζουμε την κουβεντούλα(δεν είχε και κόσμο στο σαλόνι, εννοείται). Η μικρή παίζει και πηγαινοέρχεται. Εγώ δεν της δίνω και πολλή σημασία και αποφασίζω να δείξω στην Αλεξάνδρα (η πρώτη που το είδε, διότι και καλόψυχη είναι και δε ματιάζει) το νεοαποκτηθέν site μου. Κι εκεί που το καμαρώνουμε και μπράβο, βρε κορίτσι μου, και τι ωραίο και κάνει και επαινετικά σχόλια η Αλεξάνδρα, αίφνης, από το πουθενά ακούγεται η Αναστασία(ούτε Δημοτικό ακόμα) με φωνή που δε σηκώνει αντιρρήσεις και δεν αντέχει άλλο ούτε λεπτό και λέει το απαράμιλλο:
<<Κοίτα, μαμά, αν δεν έρθεις αμέσως να φύγουμε, εγώ σου το λέω: Παίρνω το μπουφάν μου και φεύγω!>>.
Στήλες άλατος και οι δυο, διότι σου λέει, δε φτάνει που δεν είμαι καλά, θα κάθομαι να σας ακούω να λέτε τα δικά σας σα να μην τρέχει τίποτα! Θεά η Αναστασία, μας επανέφερε στην τάξη και άρον-άρον κουτρουβαλόντας έφυγε κι η φιλεναδούλα μου.
2. Ο Δημητράκης είναι το πρώτο παιδί της πελάτισσάς μου της Σοφίας μια σταλίτσα ακόμα παιδί του παιδικού και μάγκας και πολύ αντράκι. Είναι από τα παιδάκια που θέλεις να τα έχεις με το μέρος σου. Έρχεται με τη μαμά του, τον εξετάζω και διαπιστώνουμε ότι το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο στοματάκι του. Δίνω οδηγίες αγωγής στη μαμάκα του και σηκώνονται να φύγουν. Σηκώνομαι κι εγώ να τους ξεπροβοδίσω και εκεί που δεν το περίμενα ποτέ μα ποτέ, τι γυρίζει και μου λέει το αστέρι μου;
<< Ευχαριστώ πολύ, κυρία Ευδοκία, που εξέτασες το στόμα μου!>> Και απομακρύνεται σα να είπε το πιο απλό και φυσικό πράγμα στον κόσμο. Κι εγώ έχω απομείνει να στηρίζομαι στον τοίχο, γιατί, ναι, για κάτι τέτοιες στιγμές αξίζει να κάνεις αυτή τη δουλειά. Οχι μόνο κατάλαβε τι έγινε και τι είπα, αλλά με ευχαρίστησε κιόλας γι αυτό στέλνοντάς με στον έβδομο ουρανό. Αυτό για εκείνους που λένε πως το μικρό παιδί δεν μπορεί να σου πει πού πονάει και τι έχει.
3. Σε επαλήθευση του προηγούμενου ρηθέντος, έρχεται το μωρουλίνι, που δε μιλάει ακόμα, σταλίτσα της σταλίτσας, και, αφού το εξετάζω και πάλι εντοπίζω το πρόβλημα στο λαιμουδάκι, λέω στη μαμά πως πρέπει να πονάει. Κι εκείνη τι μου λέει;
<<Μα, το πίεζα να φάει κι αυτό δεν έτρωγε και πείσμωσα εγώ και το ζόριζα κι άλλο και τότε μου δείχνει με το δαχτυλάκι το στόμα του και μου λέει: Τζις – τζις!>>. Πόσο τέλεια πια μπορεί να είναι τα μωρά μας!